λεοντόκαρδος — η, ο αυτός που έχει καρδιά λιονταριού, λεοντόθυμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
Ριχάρδος — Όνομα 3 βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ρ. Α’ ο Λεοντόκαρδος (Οξφόρδη 1157 – Σαλί, Λιμουζέν 1199). Διαδέχτηκε τον Ερίκο B’ (1189) αλλά λίγους μήνες αργότερα έφυγε από την Αγγλία με οχτώ χιλιάδες άντρες για να ενωθεί με τους Σταυροφόρους. Κατέλαβε την… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… … Dictionary of Greek
θυμολέων — θυμολέων, ὁ (Α) (για τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα και τον Ηρακλή) αυτός που έχει καρδιά λιονταριού, ο λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λέων] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
λεοντοκάρδιος — λεοντοκάρδιος, ον (Μ) λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, κλονο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λεοντόθυμος — η, ο (Μ λεοντόθυμος, ον) αυτός που έχει το θάρρος τού λιονταριού, λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + θυμός (πρβλ. ανθρωπό θυμος, βορβορό θυμος)] … Dictionary of Greek